Δυνατό «Σουτ» διασχίζει το όλο.
Απ’ άκρη σ’ άκρη.
Με πυγμή.
Αυστηρά, για να επιβάλλει την ιερότητα.
Με θυμό.
Κοφτά, για να επιβάλλει την τάξη.
Τα τζάμια τρίζουν.
Η λάμπα στο φόντο τρεμοπαίζει.
Ο ιδρώτας λούζει το κορμί μου.
Ανακατεύεται η ντροπή με τον θυμό.
Μπλέκεται η γαλήνη με τη σύγχυση.
Σεισμός!
Επίκεντρο το μέσα μου.
Το μακρόσυρτο σίγμα
σα ρεύμα με διαπέρασε.
Τρύπησε την καρδιά μου.
Η άλλοτε συνεπαρμένη από το μεγαλείο της δόξας καρδιά,
άρχισε τώρα να χτυπά αργόσυρτα, βαριά,
παλεύοντας με αγωνία να βρει ρυθμό.
Ποιος;
Χτύπος οργής.
Γιατί;
Χτύπος αποξένωσης.
Ξένος μέσα στην ίδια μου την οικογένεια;
Ανεπιθύμητος.
Εγώ ή ο θόρυβος;
«Ποιο από τα δύο;»
Ρυθμός ή μελωδία;
Μπάσα ή πρίμα;
«Σιωπή!»
Η φωνή διαπεραστική.
Η χροιά γνώριμη.
Ένα «Σουτ» αλλιώτικο.
Απόκοσμο, για να αναδείξει την αλήθεια.
Καθηλωτικό, για να καλύψει την παραφωνία.
Διεκδικητικό, για να τραβήξει τη γραμμή.
«Και τα δύο. Είναι δικά μου.
Αυτά ακούω. Με αυτά ευαρεστούμαι!»
«Δεν ακούσατε πως από το στόμα των νηπίων και των βρεφών βγαίνει ο τέλειος ύμνος;»
Ανάταξη.
Κι όλα τα «Ααα» συντονίζονται με την καρδιά Του.